- ἱππομύρμηκες
- ἱππομύρμηξhorse-antmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππομύρμηξ — ἱππομύρμηξ, ηκος, ὁ (Α) 1. μεγάλο μυρμήγκι, αλογομύρμηγκας («ἐν Σικελίᾳ ίππομύρμηκες οὐκ εἰσίν», Αριστοτ.) 2. στον πληθ. ἱππομύρμηκες ιππικό από μυρμήγκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + μύρμηξ] … Dictionary of Greek